πρωτοπορφυρίνη

πρωτοπορφυρίνη
η, Ν- (βιοχ.) τετραπυρρολικό παράγωγο που συνδέεται με δισθενή σίδηρο για να δώσει την αίμη, δηλαδή την προσθετική ομάδα τών χρωμοπρωτεϊνών, τής αιμοσφαιρίνης, τής μυοσφαιρίνης, τών κυτοχρωμάτων και άλλων σχετικών ενζύμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. protoporphyrin (< πρωτ[ο]-* + πορφυρίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοπορφυρινογόνο — το, Ν (βιοχ.) τετραπυρρολικό παράγωγο το οποίο με οξείδωση δίνει την πρωτοπορφυρίνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”